λειτουργία

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειτουργία Medium diacritics: λειτουργία Low diacritics: λειτουργία Capitals: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: leitourgía Transliteration B: leitourgia Transliteration C: leitourgia Beta Code: leitourgi/a

English (LSJ)

ἡ, earlier Att. λῃτουργία IG22.1140.14 (386 B.C.):—at Athens, and elsewhere (e.g. Siphnos, Isoc.19.36; Mitylene, Antipho 5.77),
A public service performed by private citizens at their own expense, And.4.42, Lys.21.19, etc.; λειτουργίαι ἐγκύκλιοι ordinary, i.e. annual, liturgies, D.20.21; λειτουργίαι μετοίκων, opp. λειτουργίαι πολιτικαἰ, ib.18.
II any public service or work, PHib. 1.78.4 (iii B.C.), etc.; ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν τεταγμένος, in an army, the officer who superintended the workmen, carpenters, etc., Plb.3.93.4; οἱ ἐπί τινα λ. ἀπεσταλμένοι Id.10.16.5: generally, military duty, UPZ15.25 (pl., ii B.C.).
2 generally, any service or function, ἡ πρώτη φανερὰ τοῖς ζῴοις λ. διὰ τοῦ στόματος οὖσα Arist.PA650a9, cf. 674b9, 20, IA 711b30; φιλικὴν ταύτην λ. Luc.Salt.6.
3 service, ministration, help, 2 Ep.Cor.9.12, Ep.Phil.2.30.
III public service of the gods, αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς λ. Arist.Pol.1330a13; αἱ τῶν θεῶν θεραπεῖαι καὶ λειτουργίαι D.S.1.21, cf. UPZ17.17 (ii B.C.), PTeb.302.30 (i A.D.), etc.; the service or ministry of priests, LXX Nu.8.25, Ev.Luc.1.23.

German (Pape)

[Seite 26] ἡ, eigtl. Volksdienst, jeder dem Volke oder Staate geleistete Dienst, bes. in den Demokratien wie in Athen, ein öffentliches Amt, das der reichere Bürger, wenn ibn die Reihe traf, oder wenn er außerordentlich dazu beordert wurde, übernahm, so daß er die dazu erforderlichen Kosten aus seinem eigenen Vermögen bestritt; die regelmäßigen Leistungen der Art in Athen waren die γυμνασιαρχία, χορηγία, τριηραρχία u. ἑστίασις, worüber die betreffenden Artikel nachzusehen sind, vgl. Böckh Ath. Staatshh. I p. 480 bis 499 u. Wolf Dem. Lpt. p. LXXXV ff.; ἢ τοιούτων τινῶν ἄλλων κοινῶν κοσμήσεων ἢ λειτουργιῶν Plat. Legg. XII, 949 c u. oft bei den Rednern. Übh. Dienst, στόματος, διὰ τοῦ στόματος, Verrichtung, Arist. part. an. 2, 3. 3, 14; der Soldaten, Kriegsdienst, Pol. 6, 33, 6 u. öfter; vgl. D. Sic. 1, 73; ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν τεταγμένος, Pol. 3, 93, 4, heißt der beim Heere über die Arbeiter, Zimmerleute u, dergl. gesetzt ist; αἱ τῶν οἰκετῶν λειτουργίαι, Ath. XV, 639 a; ἕτοιμος φιλικὴν ταύτην λειτουργίαν ὑποστῆναι, Luc. salt. 6; auch neben τὰς τῶν θεῶν θεραπείας, vom Dienst der Götter, D. gie. 1, 21; und so bes. bei K. S. u. N.T. Kirchendienst.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fonction publique, service public, particul. à Athènes liturgie, fonction dont le titulaire supportait les dépenses, et qui consistait à organiser les chœurs, à équiper les galères;
2 service public en gén.
3 p. ext. service quelconque : φιλικὴ λειτουργία LUC service d'ami;
4 particul. service du culte.
Étymologie: λειτουργός.

Russian (Dvoretsky)

λειτουργία: атт. λῃτουργία
1 лейтургия (литургия), общественная повинность (в Афинах все граждане с имущественным цензом не ниже трех талантов должны были, в порядке известной очереди, выполнять на свой счет лейтургии регулярные: χορηγία, γυμνασιαρχία, ἑστίασις, ἀρχιθεωρία - и чрезвычайные: τριηραρχία, προεισφορά) Isocr., Plat., Arst. etc.;
2 государственная служба, общественная работа: ὁ ἐπὶ λειτουργιῶν Polyb. начальник рабочей команды (в армии);
3 работа, функция (ἡ τοῦ στόματος и διὰ τοῦ στόματος λ. Arst.);
4 культ. служба, служение, почитание (πρὸς τοὺς θεούς Arst.; τῶν θεῶν Diod.);
5 услуга (λ. φιλική Luc.; πρός τινα NT).

Greek (Liddell-Scott)

λειτουργία: ἡ, (λειτουργέω) ἐν Ἀθήναις, βαρύ τι δημόσιον, ἔργον ἢ καθήκον, ὅπερ οἱ πλουσιώτεροι τῶν πολιτῶν ἐπετέλουν ἰδίαις δαπάναις, κυρίως κατὰ διαδοχήν, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἑκουσίως ἢ δι’ ἐκλογῆς, Ἀντιφῶν 138. 26, Ἀνδοκ. 34. 27, Λυσ. 163. 21, κτλ. ― Αἱ συνήθεις λειτουργίαι, αἱ λεγόμεναι ἐγκύκλιοι, ἐν Ἀθήναις ἦσαν: ἡ γυμνασιαρχία, ἡ χορηγία, καὶ ἡ ἑστίασις, καὶ ἐλάσσων τις ἀρχιθεωρία. Αἱ ἔκτακτοι, ὡς ἡ τριηραρχία, ἦσαν ὡρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέρας τῆς Πολιτείας ἀνάγκας. Ὑπῆρχον ὡσαύτως λειτουργίαι μετοίκων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πολιτικάς, Δημ. 462. 14. Περὶ τῶν λειτουργιῶν, ἴδε Δημ. Λεπτ. (μετὰ τοῦ προοιμίου τοῦ Wolf.), Βöckh P. E. 2. 199 ἑξ., Herm, Pol. Ant. §161 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 81. 15 (ἔκδ. Blass). ― Ἂν καὶ τὸ σύστημα τοῦτο ἦν κυρίως Ἀθηναϊκόν, ἀναγιγνώσκομεν περὶ λειτουργιῶν ἐν Σίφνῳ (Ἰσοκρ. 391D), Μυτιλήνῃ (Ἀντιφῶν 138. 26), καὶ ἀλλαχοῦ, ἴδε Ἡρόδ. 5. 83, κτλ.· καὶ ἡ λέξις (ἴδε λήιτον) φαίνεται οὖσα Ἀχαϊκῆς καταγωγῆς. ΙΙ. πᾶσα ὑπηρεσίαἔργον δημόσιον, ὅθεν ὁ ἐπὶ λειτουργιῶν, ἐν στρατεύματι, ὁ ἀξιωματικὸς ὁ ἐπιβλέπων τοὺς ἐργάτας, τέκτονας, κτλ., Πολύβ. 3. 93, 4· οἱ ἐπί τινα λ. ἀπεσταλμένοι ὁ αὐτ. 10. 16, 5. 2) καθόλου πᾶσα ὑπηρεσίαἐνέργεια, ἡ πρώτη φανερὰ τοῖς ζῴοις λ. διὰ τοῦ στόματος οὖσα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 8, πρβλ. 3. 14, 7, καὶ 9, π. Ζ. Πορείας 12, 11· φιλικὴν ταύτην λ. Λουκ. π. Ὀρχ. 6. 3) ὑπηρεσία, βοήθεια, ἐπικουρία, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. θ΄, 12, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 30. ΙΙΙ. ἡ δημοσία λατρεία τῶν θεῶν, λ. αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 11· τὰς [τῶν θεῶν] λ. Διόδ. 1, 21· ― ἡ ὑπηρεσία ἢ ἱερὰ διακονία τῶν ἱερέων, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Η΄, 25), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 23· ἡ τῆς ἐπισκοπῆς λ., ἡ διοίκησις, Ἐπιφάν.· παρ’ Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, λειτουργία, δημοσία λατρεία, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ τελετὴ τοῦ Κυριακοῦ δείπνου, ἡ εὐχαριστία.

English (Strong)

from λειτουργέω; public function (as priest ("liturgy") or almsgiver): ministration(-try), service.

English (Thayer)

λειτουργίας, ἡ (from λειτουργέω, which see);
1. properly, a public office which a citizen undertakes to administer at his own expense: Plato, legg. 12, p. 949c.; Lysias, p. 163,22; Isocrates, p. 391d.; Theophrastus, Char. 20 (23), 5; 23 (29), 4, and others.
2. universally, any service: of military service, Polybius; Diodorus 1,63. 73; of the service of workmen,
c. 21; of that done to nature in the cohabitation of man and wife, Aristotle, oec. 1,3, p. 1343b, 20.
3. in Biblical Greek a. the service or ministry of the priests relative to the prayers and sacrifices offered to God: עֲבודָה, Diodorus 1,21; Josephus; (Philo de caritat. § 1under the end; others; see Sophocles Lex. under the word)); hence, the phrase in θυσία, b. at the end (cf. Lightfoot on Clement of Rome, 1 Corinthians 44 [ET])).
b. a gift or benefaction, for the relief of the needy (see λειτουργέω, 2c.): Philippians 2:30.

Greek Monolingual

η (AM λειτουργία, Α και λῃτουργία)
1. κάθε ιερουργία στον ναό και, ιδίως, η λατρευτική τέλεση της Θείας Ευχαριστίας στον χριστιανικό ναό («η Θεία Λειτουργία»)
2. το τυπικό, δηλαδή το σύνολο προσευχών, αναγνώσεων ιερών κειμένων, ψαλμών, ιερουργιών που έχουν καθοριστεί κατά το ορθόδοξο δόγμα για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας
3. (στην αρχαία Αθήνα) η ορισμένη από τον νόμο δαπανηρή υπηρεσία υπέρ της πόλης ή του λαού, την οποία ήταν υποχρεωμένος να παράσχει έπειτα από εντολή ένας πλούσιος πολίτης ή τήν προσέφεραν εκούσια και χωρίς εντολή εύποροι πολίτες
4. φρ. α) «η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου» — η λειτουργία που τελείται μόνο δέκα φορές κατά τη Σαρακοστή
β) «η λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου» — η πιο συνήθης λειτουργία στους ναούς
γ) «η λειτουργία τών Προηγιασμένων (Δώρων)» — η λειτουργία που τελείται τις Τετάρτες και Παρασκευές της Σαρακοστής
δ) «η λειτουργία Ιακώβου του Αδελφοθέου» — η παλαιότερη και εκτενέστερη από τις άλλες λειτουργίαι
νεοελλ.
1. ο ρόλος, ο προορισμός ενός μέσου, ενός συνόλου, μιας δομής ή ενός στοιχείου, ενός θεσμού ή ενός ιδρύματος (α. «κύρια λειτουργία της γλώσσας είναι η επικοινωνία» β. «η δημοκρατική λειτουργία του κράτους έχει πλέον αποκατασταθεί πλήρως»)
2. η κατάσταση ενέργειας, δράσης ή κίνησης ενός συστήματος ή συγκροτήματος, μηχανικού ή άλλου (α. «το νέο εργοστάσιο τέθηκε σήμερα σε λειτουργία» β. «η λειτουργία της μηχανής αυτής είναι ελαττωματική» γ. «η λειτουργία του κάμπινγκ δεν διακόπτεται ούτε στη διάρκεια της νύχτας»)
3. ο ιδιαίτερος τρόπος δραστηριότητας τών σωματικών οργάνων και τών αισθήσεων ο οποίος χαρακτηρίζει τα έμβια όντα (α. «έχουν ανασταλεί οι κύριες λειτουργίες του οργανισμού» β. «η λειτουργία της αναπνοής είναι πολυσύνθετη διεργασία»)
4. είδος θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης, αλλ. μίσσα
αρχ.
1. κάθε παροχή ή υπηρεσία προς το κράτος η οποία επιβαλλόταν από τον νόμο
2. κάθε εξυπηρετική ενέργεια, κάθε έργο
3. βοήθεια, επικουρία
4. η δημόσια λατρεία τών θεών
5. φρ. (στο στράτευμα) «ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν» — ο αξιωματικός που επέβλεπε τους στρατιώτες ή τους ιδιώτες τεχνίτες κατά την εκτέλεση έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειτουργῶ. Η λ. από την αρχ. σημ. της δημόσιας λατρείας τών θεών εξελίχθηκε στην έννοια της εκκλησιαστικής και, συγκεκριμένα, της χριστιανικής ιερουργίας. Με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες μέσω ενός υστερολατ. liturgia (πρβλ. αγγλ. liturgy, γαλλ. liturgie, γερμ. Liturgie). Πέρα από αυτήν τη σημ., η λ. λειτουργία χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα προκειμένου να δηλώσει την εν δράσει κατάσταση, ενέργεια, ρόλο ή προορισμό, σημασίες που αποδίδουν αντίστοιχες χρήσεις ξεν. λ. (αγγλ. function, γαλλ. function < λατ. functio < λατ. functus, μτχ. παθ. παρακμ. του fungor «επιτελώ, εκτελώ τα καθήκοντά μου»), χωρίς να απέχουν πολύ από την αρχ. σημ. «παροχή υπηρεσίας, κάθε εξυπηρετική ενέργεια»].

Greek Monotonic

λειτουργία: ἡ (λειτουργέω
I. στην Αθήνα, βαρύ δημόσιο καθήκον, το οποίο οι πλουσιώτεροι πολίτες αναλάμβαναν να εκτελέσουν με δικές τους δαπάνες. Οι τακτικές λειτουργίες, οι λεγόμενες ἐγκύκλιοι στην Αθήνα, ήταν η γυμνασιαρχία, η χορηγία και η ἑστίασις· οι έκτακτες, όπως η τριηραρχία, εξυπηρετούσαν ιδιαίτερες ανάγκες της Πολιτείας.
II. γενικά, κάθε υπηρεσία ή εξυπηρέτηση, βοήθεια, επικουρία, σε Καινή Διαθήκη
III. δημόσια λατρεία θεών, σε Αριστ.· υπηρεσία ή ιερή διακονία ιερέων, σε Καινή Διαθήκη· έπειτα, με τη σύγχρονη έννοια, Θεία λειτουργία, Θεία Ευχαριστία.

Middle Liddell

λειτουργία, ἡ, λειτουργέω
I. at Athens, a liturgy, i. e. a public duty, which the richer citizens discharged at their own expense.—The ordinary liturgies (ἐγκύκλιοἰ were the γυμνασιαρχία, χορηγία, and ἑστίασις: the extraordinary, such as the τριηραρχία, were reserved for special occasions.
II. generally, any service or ministration, help, NTest.
III. the public service of the gods, Arist.:— the service or ministry of priests, NTest.: hence our word liturgy.

Chinese

原文音譯:leitourg⋯a 累特-烏而居阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:人民-行為 相當於: (עֲבֹדָה‎) (שָׁרֵת‎)
字義溯源:公眾職責,事奉,事奉職任,侍奉,服務,供給,供職,供獻;源自(λειτουργέω)=作公僕); (λειτουργέω)出自(λειτουργός)=公僕),而 (λειτουργός)又由(λαός)*=人民)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參讀 (λειτουργέω)同源字比較: (διακονία / δωροφορία)=服事的職務
出現次數:總共(6);路(1);林後(1);腓(2);來(2)
譯字彙編
1) 事奉職任(1) 來8:6;
2) 侍奉(1) 來9:21;
3) 事奉(1) 腓2:30;
4) 供獻(1) 腓2:17;
5) 供給(1) 林後9:12;
6) 供職的(1) 路1:23