ἀνεκφοίτητος
English (LSJ)
ον, not proceeding or emanating: hence, inseparable from .., τὰ μέρη τῶν ὅλων Procl.inTi.1.6 D., in Prm.p.634 S.; τοῦ ὅλου Dam.Pr.289; τοῦ ἑυός ib.59; ἀπὸ [τῆς οὐσίας] ib. 66; ἑαυτῆς Eustr.in EN40.8.
German (Pape)
[Seite 221] nicht ausgehend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκφοίτητος: -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, ἀκοινώνητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no procede o es separable τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀ. Procl.in Ti.1.6, ἀ. τὰ δεύτερα τῶν πρώτων Procl.in Prm.816.24, cf. Dam.Pr.59, 289, Syrian.in Metaph.109.25, ἐκεῖθεν Procl.in Cra.112.7
•c. prep. ἐνέργειαι τῇ οὐσίᾳ συμπαγεῖς καὶ ἀνεκφοίτητοι ἀπ' αὐτῆς Dam.Pr.66
•frec. en escritores crist., de la Trinidad, Dion.Ar.DN M.3.640D, del Hijo con relación al Padre, Meth.Sym.et Ann.M.18.356B, del Espíritu Santo ἀ. πατρὸς καὶ υἱοῦ Io.D.M.94.821C.
2 adv. -ως inseparablemente Eustr.in EN 40.8, Dion.Ar.DN M.3.649B.