ἀκοινώνητος
English (LSJ)
ἀκοινώνητον,
A not shared with, γάμοις ἀκοινώνητον εὐνάν bed not shared in common with other wives, E.Andr.470.
2 not to be communicated, ὄνομα LXX Wi.14.21; not to be shared, incommunicable, Ph.2.201; τὸ ἴδιον καὶ ἀ. Alex.Aphr.Pr.2.72.
II Act., having no share of or having no share in, c. gen., νόμων Pl.Lg.914c, cf. Inscr.Prien.114, D.S.20.15; τὸ ἀκοινώνητον τῶν ἄρθρων absence of anything in common with the article, A. D.Synt.49.12: also c. dat., τὸ τοῖς κακοῖς ἀκοινωνητότερον Arist.Top.117b31: abs., unsocial, Pl.Lg.774a; inhuman, Cic.Att.6.3.7. Adv. ἀκοινωνήτως cj. ib.6.1.7, Jul. Ep.89.292d.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no compartido c. dat. γάμοις ἀκοινώνητον εὐνάν E.Andr.470.
2 no participable, incomunicable ὄνομα θεοῦ LXX Sap.14.21.
3 que no comparte o no participa c. gen. νόμων Pl.Lg.914c, ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν Pl.Lg.768b, οὐδεμία γὰρ ἦν οἰκία πένθους ἀ. no había casa que no participara en el dolor D.S.20.15, c. dat. τὸ τοῖς κακοῖς ἀκοινωνητότερον Arist.Top.117b31
•s. rég. ἄμεικτα καὶ ἀκοινώνητα ταῦτα este tipo (de familia) monógama y exclusiva Plu.Lyc.15, πᾶν τὸ ἀνόμοιον ἀκοινώνητόν ἐστιν los seres que no son iguales no forman comunidad Aesop.29.1
•de pers. insociable Pl.Lg.774a, Arr.Epict.4.6.35, μόνος καὶ ἀ. εἶναι θέλε Luc.Vit.Auct.10, en serie c. ὑβριστής, δολερός, βάσκανος, etc., M.Ant.2.1, μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀ. no actúes contra tu voluntad ni de manera insociable M.Ant.3.5.
II separado de la comunidad como castigo, Pall.H.Laus.33.4
•excomulgado Ath.Al.M.25.584A.
III 1adv. ἀκοινωνήτως = insociablemente Iul.Ep.89.292d.
2 de modo incompatible ἡ ἀθανασία ... ἀ. πρὸς τὸν θάνατον ἔχει Gr.Nyss.Apoll.137.29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'est pas mis en commun, non partagé;
2 qui ne peut être partagé;
3 qui ne participe pas à, qui n'a pas sa part de, gén.;
4 qui ne se mêle pas aux autres, qui demeure à l'écart, insociable ; rude, arrogant ; en parl. de choses peu libéral, peu généreux.
Étymologie: ἀ, κοινωνέω.
German (Pape)
1 nicht Teil habend, νόμων Plat. Legg. XI.914c; συνουσίας VI. 768b.
2 ungesellig, Plat. Legg. VI.774a, wie Cic. Att. 6.3; Luc. mit μόνος verb., Vit. auct. 10; unfreundlich, Plut.; – τὸ τοῖς κακοῖς ἀκ., was sich nicht mit Schlechtem vereinigt, Arist. Top. 3.2, wie DS. 4.81; Ἄρτεμιν τοῖς γάμοις ἀκοινώνητον; vgl. Eur. Andr. 469. – nicht zum Gemeingut geeignet, neben τὰ ἄμικτα Plut. Lyc. 15.
• Adv. ἀκοινωνήτως, unfreundlich, neben arroganter, Cic. Att. VI.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοινώνητος: дор. ἀκοινώνᾱτος 2
1 ни с кем не разделяемый (εὐνή Eur.; ἡ τῶν διεπεπραγμένων δόξα Plut.);
2 непричастный, чуждый (τινος Plat. и τινι Arst., Diod.);
3 не находящийся в общем владении (ἄμικτος καὶ ἀ. Plut.);
4 необщительный (ἀλλότριος καὶ ἀ. Plat.);
5 высокомерный Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοινώνητος: -ον, οὗ δὲν μετέχει τις μετά τινος ἄλλου, γάμοις ἀκοινώνητον εὐνάν, κοίτην ἣν δὲν συμμερίζεται μετ’ ἄλλων γυναικῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 470. 2) ὃν δὲν δύναται νὰ ἀνακοινώσῃ τις ἢ μεταδώσῃ, ὄνομα, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. 14, 21). ΙΙ. ἐνεργ., μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, μὴ μετέχων τινός, μετὰ γεν., νόμων, Πλάτ. Νόμ. 914C: ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἀκ. τοῖς κακοῖς, Ἀριστ. Τόπ. 3. 2, 8: ― ἀπολ. ὁ μὴ κοινωνικός, Πλάτ. Νόμ. 774Α: ἀπάνθρωπος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 3, 7: ― οὕτω καὶ ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 6. 1, 7. ΙΙΙ. ὁ ἀφορισθείς, ἀποκλεισθεὶς τῆς κοινωνίας, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκοινώνητος, -ον) και ακοινώνιστος
1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους
2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος
3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη
«πέθανε ακοινώνητος»
μσν.
εκείνος που έχει αφοριστεί, έχει αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μοιράζονται δύο
«ἀκοινώνητον εὐνάν» — κρεβάτι που δεν το μοιράζονται δύο γυναίκες με τον ίδιο άντρα (Ευρ.)
2. εκείνος που δεν ανακοινώνεται (ΠΔ)
3. αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοινωνῶ.
ΠΑΡ. ακοινωνησία].
Greek Monotonic
ἀκοινώνητος: -ον (κοινωνέω),
I. αυτός που δεν επικοινωνεί με κάποιον άλλο, σε κάτι, με δοτ., σε Ευρ.
II. Ενεργ., αμέτοχος ενός πράγματος ή αμέτοχος σε κάτι, με γεν., σε Πλάτ.· απόλ., ο μη κοινωνικός, απάνθρωπος, απολίτιστος, στον ίδ.
Middle Liddell
κοινωνέω
I. not shared with another, c. dat., Eur.
II. act. having no share of or in, c. gen., Plat.: absol. unsocial, inhuman, Plat.