συγγραφοδιαθήκη

Revision as of 18:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, contract with marriage settlement, BGU252.1 (i A.D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
συμβόλαιο που ρύθμιζε θέματα γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «συμβόλαιο» + διαθήκη «συνθήκη, σύμβαση»].

Greek Monolingual

ἡ, Α
συμβόλαιο που ρύθμιζε θέματα γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «συμβόλαιο» + διαθήκη «συνθήκη, σύμβαση»].