διαθήκη

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθήκη Medium diacritics: διαθήκη Low diacritics: διαθήκη Capitals: ΔΙΑΘΗΚΗ
Transliteration A: diathḗkē Transliteration B: diathēkē Transliteration C: diathiki Beta Code: diaqh/kh

English (LSJ)

ἡ, (διατίθημι)
A disposition of property by will, testament, Ar.V.584,589, D.27.13, etc.; κατὰ διαθήκην = by will, OGI753.8 (Cilicia), Test.Epict.4.8, BGU1113.5 (i B.C.), etc.: in plural, διαθήκας διαθέσθαι Lys.19.39; θέσθαι CIG2690 (Iasus).
II αἱ ἀπόρρητοι διαθῆκαι = mystic deposits on which the common weal depended, prob. oracles (cf. διαθέτης), Din.1.9 codd.
2 name of an eyesalve, because the recipe was deposited in a temple, Aët.7.118.
III compact, covenant, ἢν μὴ διαθῶνται διαθήκην ἐμοί Ar.Av.440; freq. in LXX, Ge. 6.18, al.; Καινὴ Διαθήκη, Παλαιὰ Διαθήκη, Ev.Luc.22.20, 2 Ep.Cor.3.14; disposition (with allusion to Ι), Ep.Gal.3.15, cf. Ep.Hebr.9.15.
IV = διάθεσις ΙΙ, σώματος δ. Democr.9.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α IMaff.31.4.7 (Tera III a.C.)
I disposición física del organismo τοῦ σώματος δ. Democr.B 9.
II 1sg. y plu. disposición testamentaria, testamento διαθήκην διαθέσθαι disponer por testamento Pl.Lg.922c, 923e, διαθήκην γράφειν redactar un testamento Pl.Lg.923c, Is.6.27, διαθήκας γράφειν Hyp.Ath.18, οὐδενὶ ἐν διαθήκῃ γράφει δόσιν οὐδεμίαν Is.6.28, διαθήκην καταλιπεῖν dejar testamento Isoc.19.47, cf. Plb.4.87.7, AP 11.168 (Antiphan.), διαθήκην σφραγίσαι sellar un testamento Heph.Astr.App.2.1, ποιήσασθαι διαθήκην hacer testamento Iust.Nou.115.3.9, τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς Ar.V.589, cf. 584, διαθήκην τινὰ παρανέγνωσαν Plb.15.25.3, τὴν ... διαθήκην ἐκεῖ θέσθαι depositar allí el testamento D.S.20.81, ἐν διαθήκαις αὑτὸν τῶν ἰδίων ἔγραφε κληρονόμον AP 11.171 (Lucill.), ἐν αἷς ἔθετο διαθήκαις IIasos 392.3 (imper.), ταῦθ' αἱ διαθῆκαι διασαφοῦσιν Macho 81, ὁπόσα αἱ διαθῆκαι διηγόρευον I.AI 17.322, διαθήκης ἀναγνωσθείσης IG 5(2).274.7 (Mantinea II a.C.?)
κατὰ διαθήκην o διαθήκας de acuerdo con el testamento D.27.13, IMaff.l.c., OGI 753.8 (Hierápolis Castabala I a./d.C.), IMaced.11 (Elimea II d.C.), IG 7.3426.14 (III d.C.), POxy.3756.5 (IV d.C.), ἐκ διαθήκης κληρονόμοι γενόμεναι Mitteis Chr.89.30 (II d.C.), διαθῆκαι ... ψευδεῖς Arist.Pr.950b7, κεκυρωμένη δ. testamento legitimado, Ep.Gal.3.15, δευτέρα δ. un segundo testamento, PWash.Univ.13.4 (II d.C.), δ. Ῥωμαική BGU 1113.5 (I a.C.), SB 13129.3 (I d.C.), ἐνέδραι διαθηκῶν Longin.44.9
αἱ Διαθῆκαι Los Testamentos tít. de una obra de Laón, Stob.4.55.5
ref. a las Sagradas Escrituras, Antiguo Testamento y Nuevo Testamento (v. 2) ταῖς θεοπνεύστοις γραφαῖς διττῶν διαθηκῶν Amph.Seleuc.186, ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης 2Ep.Cor.3.14, cf. Clem.Al.Strom.3.6.54, ἡ καινὴ δ. Origenes Io.2.33, Eus.E.Th.2.9.
2 acuerdo, trato, tratado ἢν μὴ διάθωνταί γ' οἵδε διαθήκην ἐμοί Ar.Au.439, ἐπιτελεῖσθαι ... διαθήκας D.S.12.13, εἴδη μὲν διαθήκης ἐστὶ πάμπολλα Ph.1.587
en el AT y NT alianza de Dios c. Israel y el pueblo judío καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς σέ LXX Ge.6.18, cf. De.5.2, καὶ λαβὼν τὸ βιβλίον τῆς διαθήκης LXX Ex.24.7, τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης Eu.Matt.26.28, διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ισραηλ ... διαθήκην καινήν (entendido luego como prefiguración del Nuevo Testamento), LXX Ie.38.31, cf. Eu.Luc.22.20, Ep.Hebr.9.15
entre autores crist. ref. tb. a la alianza del hombre c. el diablo ἡ πρὸς αὐτὸν ... δ. la alianza con él (Satanás), Cyr.H.Myst.1.9, πρὸς τὰ εἴδωλα Thdt.Is.10.99.
III medic. n. de un colirio cuya receta estaba depositada en un templo, Aët.7.117.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, Anordnung, Beschaffenheit; κατὰ σώματος διαθήκην Democrit. bei Sext. Emp. adv. math. 7, 136; bes. = Testament, Plat. Legg. XI, 922 c, ff u. Folgde; πλουτοῦσαν δ. ἀφείς Antiphan. 4 (XI, 168). – Übh. Vertrag, Bündniß; διαθήκην διατίθεσθαί τινι, Ar. Av. 440; bes. LXX., N.T.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 dispositions testamentaires, testament;
2 convention, arrangement entre deux parties.
Étymologie: διατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαθήκη -ης, ἡ [διατίθημι] regeling, overeenkomst:; ἢν μὴ διάθωνταί γ’ οἵδε διαθήκην ἐμοί tenzij de mensen hier met mij een overeenkomst sluiten Aristoph. Av. 439; christ.. ἡ παλαιὰ διαθήκη het Oude Testament NT Cor. 2.3.14. testament, laatste wil.

Russian (Dvoretsky)

διαθήκη:
1 устройство, состояние (τοῦ σώματος Democr. ap. Sext. - v.l. διαθιγή);
2 завещательное распоряжение, завещание Lys., Arph., Isae., Isocr.;
3 наследство по завещанию (πλουτοῦσαν ἀφιέναι διαθήκην Anth.);
4 соглашение, договор (διαθήκην διατίθεσθαί τινι Arph.);
5 завет (ἡ παλαιὰ δ., ἡ καινή δ. NT).

Greek (Liddell-Scott)

διαθήκη: ἡ, (διατίθημι) ἡ διάθεσις τῆς περιουσίας κατὰ βούλησιν τοῦ ἀποθνήσκοντος, «διαθήκη», Ἀριστοφ. Σφηξ. 584, 589, καὶ συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κατὰ διαθήκην, διὰ διαθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1997· - ὡσαύτως κατὰ πληθ., διαθήκας διαθέσθαι Λυσ. 155. 23· θέσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2690, κτλ.· πρβλ. διάθεσις 3. ΙΙ. αἱ ἀπόρρητοι δ., μυστικαί τινες διατάξεις, ἐξ ὧν τὸ κοινὸν καλὸν ἐξηρτᾶτο, πιθ. χρησμοὶ (πρβλ. διαθέτης), Δείναρχ. 91. 17· ἴδε Λοβ. Ἀγλαοφ. 965. ΙΙΙ. συμφωνία ἢ συνεννόησις μεταξὺ δύο μερῶν, διαθέσθαι διαθήκην ἐμοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 439· οὕτω παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐν τῇ Κ. Δ. κλπ. IV. ἴδε ἐν λ. διαθιγή.

English (Strong)

from διατίθεμαι; properly, a disposition, i.e. (specially) a contract (especially a devisory will): covenant, testament.

English (Thayer)

διαθήκης, ἡ (διατίθημι);
1. a disposition, arrangement, of any sort, which one wishes to be valid (German Verordnung, Willensverfugung): a man's disposition is meant specifically a testament, so far forth as it is a specimen and example of that disposition (cf. Meyer or Lightfoot at the passage); especially the last disposal which one makes of his earthly possessions after his death, a testament or will (so in Greek writings from (Aristophanes), Plato, legg. 11, p. 922c. following down): a compact, covenant (Aristophanes av. 440), very often in the Scriptures for בְּרִית (Vulg. testamentum). For the word covenant is used to denote the close relationship which God entered into, first with Noah (Genesis 15 and Genesis 17), and afterward through Moses with the people of Israel (Exodus 24; αἱ πλάκες τῆς διαθήκης (הַבְּרִית לוּחות, the tables of the law, on which the duties of the covenant were inscribed (Exodus 20); of ἡ κιβωτός τῆς διαθήκης (הַבְּרִית אֲרון, the ark of the covenant or law, in which those tables were deposited, ἡ διαθήκη περιτομῆς, the covenant of circumcision, made with Abraham, whose sign and seal was circumcision (τό αἷμα τῆς διαθήκης, the blood of the victims, by the shedding and sprinkling of which the Mosaic covenant was ratified, αἱ διαθῆκαι, the covenants, one made with Abraham, the other through Moses with the Israelites, L text Tr marginal readingδιαθήκη) (Sap). 18:22; Winer's Grammar, 177 (166))); of αἱ διαθῆκαι τῆς ἐπαγγελίας, the covenants to which the promise of salvation through the Messiah was annexed, συνθηκαι ἀγαθῶν ὑποσχέσεων, διαθήκη is God's arrangement, i. e. the promise made to Abraham). As the new and far more excellent bond of friendship which God in the Messiah's time would enter into with the people of Israel is called, חֲדָשָׁה בְּרִית, καινή διαθήκη (δύο διαθῆκαι (τῇ πρώτη διαθήκη, καινή διαθήκη, R G L (in Matthew in Tr also)); WH reject the passage); κρείττων διαθήκη, αἰώνιος διαθήκη, κρείττονος or καινῆς or νέας διαθήκης μεσίτης: τό αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης, τό αἷμα τῆς διαθήκης (see αἷμα sub at the end) (τό αἷμα μου τῆς διαθήκης, my blood by the shedding of which the covenant is established, T WH and T Tr WH (on two genitives after one noun cf. Matthiae, § 380, Anm. 1; Kühner, ii., p. 288f; (Jelf, § 543,1, cf § 466; Winer's Grammar, § 30,3Note 3; Buttmann, 155 (136))). By metonymy of the contained for the container ἡ παλαιά διαθήκη is used in the sacred books of the O. T. because in them the conditions and principles of the older covenant were recorded. Finally must be noted the amphiboly or twofold use (cf. Philo de mut. nom. § 6) by which the writer to the Hebrews, in covenant which διαθήκη bears elsewhere in the Epistle that of testament (see 1above), and likens Christ to a testatornot only because the author regards eternal blessedness as an inheritance bequeathed by Christ, but also because he is endeavoring to show, both that the attainment of eternal salvation is made possible for the disciples of Christ by his death (Vulg. to render διαθήκη wherever it occurs in the Bible (i. e. in the New Testament, not always in the Old Testament; see B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Covenant, and B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Testament) by the word testamentum.

Greek Monolingual

η (Α διαθήκη) διατίθημι
1. το να διαθέσει κάποιος κάτι
2. έγγραφη δήλωση της βούλησης κάποιου για την τύχη της περιουσίας του μετά τον θάνατό του
3. παραινέσεις, υποδείξεις, νουθεσίες προς μεταγενεστέρους (αλλιώς υποθήκες)
4. η συμφωνία που έγινε ανάμεσα στον θεό και τον περιούσιο λαό του Ισραήλ (Παλαιά Διαθήκη) και της ανθρωπότητας με τον Ιησού Χριστό (Καινή Διαθήκη)
αρχ.
1. συνθήκη, συμφωνία, σύμβαση
2. σωματική κατάσταση
3. είδος κολλυρίου
4. φρ. «αἱ ἀπόρρητοι διαθῆκαι» — οι χρησμοί.

Greek Monotonic

διαθήκη: ἡ (διατίθημι),·
I. διάθεση περιουσίας μέσω διαθήκης, διαθήκη, δήλωση τελευταίας βούλησης, σε Αριστοφ., Ρήτ.,
II. συμφωνία, συνεννόηση μεταξύ δύο μερών, συμβόλαιο, συνθήκη, σε Αριστοφ., Κ.Δ.

Middle Liddell

διαθήκη, ἡ, διατίθημι
I. a disposition of property by will, a will, testament, Ar., Oratt.
II. an arrangement between two parties, covenant, Ar., NTest.

Chinese

原文音譯:diaq»kh 笛阿-帖咳
詞類次數:名詞(33)
原文字根:經過-安置 相當於: (בְּרִית‎) (שָׁבַע‎)
字義溯源:合約,文約,立約,遺命,約,處理權;源自(διατίθεμαι / διατίθημι)=部署);由(διά)*=通過)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。約,在舊約用了三百餘次,在新約只用了三十餘次。因著舊約,以色列民成了神的子民;主耶穌用他的血立了新約,把所有蒙血救贖的人都包括在內。這血所立的約,乃是永遠的約( 來13:20)
出現次數:總共(33);太(1);可(1);路(2);徒(2);羅(2);林前(1);林後(2);加(3);弗(1);來(17);啓(1)
譯字彙編
1) 約(20) 可14:24; 路1:72; 路22:20; 徒7:8; 羅11:27; 林前11:25; 林後3:14; 加3:15; 加3:17; 加4:24; 來8:8; 來8:9; 來8:9; 來8:10; 來9:4; 來9:4; 來9:15; 來9:20; 來10:16; 啓11:19;
2) 約的(8) 徒3:25; 林後3:6; 弗2:12; 來7:22; 來8:6; 來9:15; 來10:29; 來12:24;
3) 遺命(2) 來9:16; 來9:17;
4) 約之(1) 來13:20;
5) 諸約(1) 羅9:4;
6) 立約(1) 太26:28

English (Woodhouse)

testament, will

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό διατίθημι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τίθημι.