συγκεντρωτισμός

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].

Greek Monolingual

ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].