συμπερικλείω

Revision as of 18:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

include together, Sch.Luc.Anach.17, Tz.H.6.399.

German (Pape)

[Seite 986] mit rings umschließen, Schol. Luc. Anach. 17.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερικλείω: περικλείω ὁμοῦ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀνάχ. 17, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 399.

Greek Monolingual

ΜΑ περικλείω
περικλείω συγχρόνως, περιλαμβάνω συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ περικλείω
περικλείω συγχρόνως, περιλαμβάνω συγχρόνως.