περιλαμβάνω
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
fut. περιλήψομαι: aor. περιέλᾰβον:—
A embrace, τινα X. An.7.4.10, Smp.9.4, LXX Ge.29.13, etc.; grasp, ταῖς χερσὶν πέτρας Pl.Sph.246a: hence πολλὸν τοῦ ἀσφαλέος π. Hp.VM9.
2 encompass or surround an enemy, Hdt.8.7,16, Plb.2.29.5, etc.; μετεώρους τὰς ναῦς π. intercept them at sea, Th.8.42; χάρακι π. κύκλῳ τὴν πόλιν Plb.1.48.10; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.5.23; πανοικίῃ τινὰ π. Id.8.106; π. τὸν θῆρα Pl.Sph.235b; π. τόπον ὑπὸ [διφθέραις] cover it over, Phylarch.41 J.; also of water, πλείω π. τόπον Plb.4.39.8:—Pass., to be caught, trapped, οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.Pl.934; τῷ καιρῷ περιληφθέντες constrained by... Plb.6.58.6, etc.
3 compass, get possession of, ἅπαντα τὰ ἐκείνου Is.8.37; πάντα π. ταῖς ἐλπίσιν Plb.8.1.3; acquire an art, Phld.Rh.2.21 S.
4 Geom., enclose a rectangle, Pl.Tht.148a; of a sphere, contain the regular solids, Id.Ti.33b.
II encase or cover all round, τοῦ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον Id.Criti.116b; νεύροις… κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη Id.Ti.77e; χρυσαῖς λεπίσι περιληφθῆναι Plb.10.27.10; χαλκοῖς ἥλοις Moschio ap.Ath.5.207b:—Pass., of substances taken in a medium, Ph.Bel.89.17.
III comprehend, include, ἐν κεφαλαίοις τὴν δύναμιν ὅλου τοῦ πράγματος Isoc.2.9; τῷ λόγῳ Id.8.141; τῷ λόγῳ τὸ ὄν Pl.Sph.249d; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι ib.226e, cf. Plt.288c (Pass.); δύο γὰρ ὄντα αὐτὰ καὶ… τρίτον ἄλλο εἶδος ἓν ὄνομα περιλαβόν since one name includes the two, and a third class besides, Id.Lg.837a; μιᾷ ἰδέᾳ καθ' ἓν ἕκαστον π. Id.Phdr.273e; π. πάντα D.61.30; π. τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Plu.Luc.9; τὴν ἱστορίαν γραφῇ Id.Cic.41; π. τὴν… διάλεκτον compass it (Coraës παραλαβεῖν), Id.Ant.27; βραχεῖ λόγῳ π. Luc. Peregr.42; π. ταῖς συνθήκαις τινά Plb.5.67.12; ὅσα μὴ σφόδρα περιείληφε ἓν ὁ νόμος τι προσαγορεύσας Lycurg.9:—Pass., θήρα πάμπολύ τι πρᾶγμά ἐστι περιειλημμένον ὀνόματι νῦν σχέδον ἑνί Pl.Lg.823b; περιληφθῆναι τοῖς νόμοις Arist.Pol.1287b19; τοσούτων περιειλημμένων κακῶν Phld.Sto.339.13 (-ειλλημε- Pap.).
German (Pape)
[Seite 581] (s. λαμβάνω), umfangen, umarmen; περιλαβὼν τὸν παῖδα, Xen. An. 7, 4, 10; Rufin. 4 (V, 37); – umgeben, einschließen, περιείλημμαι μόνος, Ar. Plut. 934; – umgeben, umzingeln, fangen; Her. 5, 23. 8, 106; Thuc. 8, 42, – zusammenfassen, ταῖς χερσὶν πέτρας καὶ δρῦς, Plat. Soph. 246 a, τοῦ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον, Critia. 116 b; μιᾷ ἰδέᾳ, Phaedr. 273 e; τῷ λόγῳ τὸ ὄν, Soph. 249, d; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι, 226 e, wie περιειλημμένον ὀνόματι νῦν σχεδὸν ἑνί, Legg. VII, 823 b; oft bei den Folgdn: ἀεὶ μείζω καὶ πλείω περιλαμβάνειν τόπον, Pol. 4, 39, 8; τὸ περιλαμβανόμενον τῇ στρατοπεδείᾳ χωρίον, 9, 20, 3; τάφρῳ καὶ χάρακι τὰς ναῦς, 1, 29, 3, u. öfter; auch περιλαβεῖν τινα ταῖς συνθήκαις, 5, 67, 12; u. περιειλῆφθαι ἀργυραῖς λεπίσι, bedeckt, belegt damit, 10, 27, 10; übertr., τοῖς καιροῖς περιληφθέντες, durch die Umstände gezwungen, 6, 58, 6; δεῖξαι, ὅσα ἐν αὐτῇ τερπνὰ περιλαβοῦσα ἔχει, Luc. de salt. 34.
French (Bailly abrégé)
ao.2 περιέλαβον, etc.
prendre tout autour, d'où
1 entourer, embrasser : τινά, qqn ; particul. avec idée de protection, de défense;
2 avec idée d'hostilité enfermer, cerner (l'ennemi, des navires, etc.) acc.;
3 embrasser par la pensée, acc. ; concevoir, comprendre, apprendre, acc..
Étymologie: περί, λαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-λαμβάνω omvatten, omarmen, met acc.:; ταῖς χερσὶν... πέτρας καὶ δρῦς περιλαμβάνοντες rotsen en eiken in de hand nemend Plat. Sph. 246a; περιλαβὼν τὸν παῖδα εἶπεν hij omarmde zijn zoon en sprak Xen. An. 7.4.10 (maar lees περιβαλών); omgeven:. τοῦ μὲν... τείχους χαλκῷ περιελάμβανον πάντα τὸν περίδρομον zij bedekten de hele omtrek van de ene muur met brons Plat. Criti. 116b. in zijn macht krijgen:. ὡς δὲ ἄρα πανοικίῃ μιν περιέλαβε toen hij hem met zijn hele familie in zijn macht had Hdt. 8.106.3; εἴ πως περιλάβοι που μετεώρους τὰς ναῦς of hij op een of andere manier de schepen ergens op open zee kon onderscheppen Thuc. 8.42.1. overdr. (geestelijk) vatten, samenvatten:; πολλὰ εἴδη καθάρσεων ἑνὶ περιλαβεῖν ὀνόματι vele soorten reiniging onder één enkele naam vatten Plat. Sph. 226e; δύο ὄντα αὐτὰ ἓν ὄνομα περιλαβόν hoewel het twee zaken zijn, omvat één en dezelfde term ze Plat. Lg. 837a; ὡς βραχεῖ λόγῳ περιλαβεῖν om het kort samen te vatten Luc. 55.42; τὴν δύναμιν ὅλου τοῦ πράγματος καλῶς π. de draagwijdte van het hele onderwerp goed vatten Isocr. 2.9; definiëren:. περιειληφέναι τῷ λόγῳ τὸ ὄν het zijnde in onze discussie gedefinieerd hebben Plat. Sph. 249d.
Russian (Dvoretsky)
περιλαμβάνω: (fut. περιλήψομαι)
1 обхватывать, обнимать (τὸν παῖδα Xen.; πέτρας ταῖς χερσί Plat.);
2 окружать, ловить, захватывать (μετεώρους τὰς ναῦς Thuc.; τὸν θῆρα Plat.; τόπον Polyb.): ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς Her. если ты его захватишь; περιείλημμαι Arph. меня поймали, я попался; τῷ καιρῷ περιληφθείς Polyb. попав в тяжелое положение, т. е. под давлением обстоятельств;
3 обкладывать, обтягивать, покрывать (τὸ τεῖχος χαλκῷ Plat.);
4 охватывать (πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι Plat.; τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Plut.);
5 включать (τινὰ συνθήκαις Polyb.);
6 содержать, заключать в себе (τρία γένη Plat.);
7 овладевать, усваивать (τὴν Αἰγυπτίων διάλεκτον Plut.);
8 излагать, выражать (τῷ λόγῳ τὸ ὄν Plat.): ὡς βραχεῖ λόγῳ περιλαβεῖν Luc. чтобы выразиться кратко.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν λαμβάνω
νεοελλ.
1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία της Τουρκοκρατίας»)
2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα)
3. μτφ. επιπλήττω («μόλις μέ είδε, μέ περίλαβε και μού τά έψαλε»)
νεοελλ.-αρχ.
1. συλλαμβάνω, πιάνω
2. εμπεριέχω, περικλείω (α. «το κτήμα περιλαμβάνει και δύο αξιοποιήσιμα κτίσματα» β. «πολλά είδη ἑνὶ ὀνόματι περιλαμβάνειν», Πλάτ.
γ. «περιλαμβάνειν τὴν δύναμιν όλου του πράγματος», Ισοκρ.)
3. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω («στα έξοδα νοσηλείας περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για τα φάρμακα»)
4. καθορίζω αυστηρώς και ρητώς, σχηματίζω σύμφωνα με νομικό τύπο
μσν.-αρχ.
περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω («καὶ περιλαβὼν αὐτὸν ἐφίλησε» — και, αφού τον αγκάλιασε, τον φίλησε, ΠΔ)
αρχ.
1. (με εχθρική σημ.) περικυκλώνω και απομονώνω, αποκόπτω («μετεώρους τὰς ναῦς περιλαμβάνω» — αποχωρίζω, αποκόπτω τα πλοία στο πέλαγος, Θουκ.)
3. περιφράσσω
4. κρατώ υπό τον έλεγχό μου, αναχαιτίζω
5. (γεωμ.) εγγράφω ορθογώνιο
6. (για σφαίρα) περικλείω στερεά σχήματα
7. περικυκλώνω, πολιορκώ
8. (κυρίως για νερό) καλύπτω από επάνω, σκεπάζω
9. λαμβάνω υπό την κατοχή μου, λαμβάνω ως κτήμα, καταλαμβάνω («ἅπαντα τὰ ἐκείνου περιλαμβάνειν», Ισαί.)
10. αποκτώ, κερδίζω
11. περικαλύπτω, επενδύω, περιτυλίγω
12. παθ. περιλαμβάνομαι
συλλαμβάνομαι, παγιδεύομαι, κυριεύομαι
13. φρ. α) «περιλαμβάνομαι τῷ καιρῷ»
μτφ. αναγκάζομαι, πιέζομαι από τις περιστάσεις
β) «πολλὸν τοῦ ἀσφαλέος περιλαμβάνω» — είμαι πολύ ασφαλής (Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
περιλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον·
I. 1. πιάνω, εναγκαλίζομαι, σε Ξεν.
2. περικλείω ή περικυκλώνω τον εχθρό για να τον αναχαιτίσω στη θάλασσα, σε Θουκ.· ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς, όταν τον συλλάβεις ή τον πιάσεις, σε Ηρόδ. — Παθ., συλλαμβάνομαι, οἴμοι, περιείλημμαι μόνος, σε Αριστοφ.
II. περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, λέγεται για αριθμό πραγμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι: ἀόρ. περιέλᾰβον. Ἐναγκαλίζομαι, ἐνταῦθα δὴ ὁ Ἐπισθένης περιλαβὼν τὸν παῖδα εἶπεν Ξεν. Ἀν. 7. 4, 10, Συμπ. 9. 4, κτλ.· πιάνω, πέτρας ταῖς χερσὶ Πλάτ. Σοφ. 246Α· ἐντεῦθεν, πολλὸν σωτηρίης π. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 11. 2) περικυκλῶ ἐχθρὸν καὶ ἀποχωρίζω αὐτὸν τοῦ λοιποῦ στρατεύματος, Ἡρόδ. 8. 7, 16, 106, Πολύβ. 2. 29, 5, κτλ.· μετεώρους τὰς ναῦς π., νὰ ἀποκόψωσι τὰ πλοῖα, ἐν τῷ πελάγει, Θουκ. 8. 42· πολιορκῶ τόπον τινά, Πολύβ. 4. 39, 8, κτλ.· ἀλλά, ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς, ἁπλῶς ὅταν καταλάβης, πιάσης αὐτόν, Ἡρόδ. 5. 23· οὕτω, π. τὸν θῆρα Πλάτ. Σοφ. 235Β· π. τὸν τόπον, καταλαμβάνω, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 539C. ― Παθ., συλλαμβάνομαι, παγιδεύομαι, οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ἀριστοφ. Πλ. 934· τῷ καιρῷ περιληφθείς, ἀναγκασθεὶς ἕνεκα τοῦ ..., Πολύβ. 6. 58, 6, κτλ. 3) καταλαμβάνω ὡς κτῆμα, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχὴν μου, τι Ἰσαῖος περὶ τοῦ Κίρωνος Κλήρου 37, πρβλ. 25. 43· πάντα ταῖς ἐλπίσι π. Πολύβ. 8. 3, 3. ΙΙ. περικαλύπτω, χαλκῷ τὸ τεῖχος Πλάτ. Κρίτ. 116Β· νεύροις ... κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη ὁ αὐτ· ἐν Τιμ. 77Ε· χρυσαῖς λεπίσι περιληφθῆναι Πολύβ. 10. 27, 10. χαλκοῖς ἥλοις Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207Β. ΙΙΙ. περιλαμβάνω, περιέχω, ἐπὶ πολλῶν καθ’ ἕκαστα πραγμάτων, Ἰσοκρ. 16D, 187Β· π. λόγῳ Πλάτ. Σοφ. 249D· πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι αὐτόθι 226Ε, πρβλ. Πολιτ. 288C· ἓν γένος ὄν, περιλαβὸν τὰ τρία ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841C· δύο γὰρ ὄντα αὐτὰ καὶ ... τρίτον ἄλλο εἶδος ἓν ὄνομα περιλαβόν αὐτόθι 837Α· π. πάντα Δημ. 1410. 16· π. τῇ διανοίᾳ τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 9. τὴν ἱστορίαν γραφῇ ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 41· π. τὴν ... διάλεκτον (ὁ Κοραῆς παραλαβεῖν) ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 27· βραχεῖ λόγῳ π. Λουκ. Περεγρ. 42· π. τινὰ ταῖς συνθήκαις Πολύβ. 5. 67, 17. ― Παθ., περιληφθῆναι τοῖς νόμοις Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 11. 2) ὁρίζω αὐστηρῶς, ὁρίζω ῥητῶς, σχηματίζω κατὰ νομικόν τύπον, Πλάτ. Νόμ. 823Β, πρβλ. Κοραῆν εἰς Λυκοῦργ. 3. σ. 46.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι aor2 -έλᾰβον
I. to seize around, embrace, Xen.
2. to encompass or surround an enemy, so as to intercept him, Hdt.; μετεώρους τὰς ναῦς π. to intercept them at sea, Thuc.; ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς when you get hold of him, catch him, Hdt.:—Pass. to be caught, οἴμοι, περιείλημμαι μόνος Ar.
II. to comprehend, include, of a number of particulars, Isocr., Plat.
Lexicon Thucydideum
deprehendere, to catch, detect, 8.42.1.