συμπονετικός

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. -ιά, Ν συμπονώ
αυτός που δείχνει συμπόνια, αυτός που συμμετέχει στον πόνο του άλλου, ευσπλαχνικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. -ιά, Ν συμπονώ
αυτός που δείχνει συμπόνια, αυτός που συμμετέχει στον πόνο του άλλου, ευσπλαχνικός.