συνδαμέτας
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
-α, ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνδημότης.
Greek Monolingual
-α, ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνδημότης.
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
-α, ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνδημότης.
-α, ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνδημότης.