δρυογόνος

Revision as of 23:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (γενέσθαι) oak-grown, ὄρη Ar.Th.114.

German (Pape)

[Seite 669] Eichen hervorbringend; ὄρη, Ar. Thesmoph. 114.

Greek (Liddell-Scott)

δρυογόνος: -ον, ὁ παράγων δρῦς, κεκαλυμμένος μὲ δρῦς, ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 114.

Spanish (DGE)

-ον que produce robles o encinas ὄρη Ar.Th.114.

Greek Monolingual

δρυογόνος, -ον (Α)
φρ. «ὄρη δρυογόνα» — όρη σκεπασμένα με βαλανιδιές.

Russian (Dvoretsky)

δρυογόνος: поросший дубравами, лесистый (ὄρη Arph.).