δυσούλωτος
English (LSJ)
ον, hard to scar over, Alex.Trall.4.1, Poll.4.196.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δυσούλωτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐπουλούμενος, Πολυδ. Δ΄ 196.
Spanish (DGE)
-ον
que cicatriza mal, con dificultad ἕλκη Alex.Trall.2.139.11, cf. Poll.4.195, Thessal.1.12.10.
Greek Monolingual
δυσούλωτος, -ον (Α)
αυτός που επουλώνεται δύσκολα.