ἕλκος

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλκος Medium diacritics: ἕλκος Low diacritics: έλκος Capitals: ΕΛΚΟΣ
Transliteration A: hélkos Transliteration B: helkos Transliteration C: elkos Beta Code: e(/lkos

English (LSJ)

εος, τό,
A wound, Il.4.190, al. (never in Od.), Pi.P.2.91, E.Tr. 1232 (pl.), etc.
2 festering wound, sore, ulcer, ἕλκος ὕδρου = the festering bite of a serpent, Il.2.723; plague-ulcer, Th.2.49, X.Eq.5.1, etc. (Gal. 10.232 defines ἕλκος as ἡ τῆς συνεχείας λύσις ἐν σαρκώδει μορίῳ, and both 1.1 and 1.2 are treated in Hp.Ulc.; ἕλκος is applied to amputations in Art.68.)
II metaph., wound, loss, Sol.4.17, S.Ant.652,al.; ἕλκος δήμιον A.Ag.640; ὑποκάρδιον ἕλκος Theoc.11.15; γίγνεται ἕλκος ἐφ' ἕλκει Lib.Ep.1063.6. (Orig. ἔλκος, cf. Lat. ulcus, Skt. árśas (n.) 'haemorrhoid': ἕλκος by influence of ἕλκω.)

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 herida, llaga, úlcera
a) gener. ἕλκος δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται un médico palpará la herida, Il.4.190, cf. 217, 5.361, ἕ. ἄκεσσαι Il.16.523, cf. E.Tr.1232, AP 6.330 (Aeschin.), A.Thom.A 67, ἀπὸ δ' ἕλκεος ἀργαλέοιο αἷμα μέλαν κελάρυζε Il.11.812, ἕλκεα ῥῆξαν Pi.N.8.29, μαχόμενοι ἕλκος ἔλαβον Lys.3.43, ὁ ἵππος ... ἂν ἕλκη ποιοίη X.Eq.5.1, οὐδὲ ... ἕλκε' ἀπαλθήσεσθον, ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός ni siquiera cicatrizarán las heridas que el rayo (de Zeus) les haga, Il.8.405, πατάξαι σε κύριος ἐν ἕλκει πονηρῷ ἐπὶ τὰ γόνατα como castigo divino, LXX De.28.35, cf. Apoc.16.2, 11, φύλλα ἐφ' ἕλκει καταδεδεμένα Aen.Tact.31.6, περὶ τὸν τράχηλον ἢ τὴν ὑπήνην ἕ. Artem.1.34, τὸ δ' ἐμπαθὲς ἐν ἀρχῇ ... μὴ φοβηθῆς ὡς ἕλκος ref. la primera experiencia sexual femenina, Plu.2.769e, de heridas por mordedura de anim. ἕλκεϊ ... ὕδρου ref. la de Filoctetes Il.2.723, cf. Pi.P.1.52, Arist.HA 630a8, Gal.1.73;
b) esp. medic. ἐν τοῖς ἕλκεσι φαγέδαινα κάκιστον νόσημα Democr.B 281, τὸ σῶμα ... φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός Th.2.49, ἐφύετο δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἑλκέων πολλὰ καὶ ἐν αἰδοίοισιν Hp.Epid.3.7, cf. Epid.2.1.11, Art.68, τὸ ἐν τῷ πνεύμονι ἕλκος Gal.17(1).948, cf. Aët.8.75, τὰ κατὰ τοὺς νεφροὺς Gal.8.4, τῶν ἐν τοῖς ἄρθροις ἑλκῶν Orib.44.4.28, τοῦ ἥπατος, ἔνθα τῶν ἑλκέων ἐστὶ ἡ ῥίζα Aret.CD 1.13.5, ἕλκη ξηρά Thphr.HP 9.11.2, cf. Plb.1.81.5, ἕλκη ... κακοήθη Gal.7.727, cf. medic. en PSI XXI Congr.3.2.11, Erot.Fr.47, dif. de τραῦμα Gal.4.770, junto a otras lesiones corporales ἕ. μὲν γὰρ ἐν σαρκώδει μορίῳ, κάταγμα δ' ἐν ὀστῷ, σπάσμα δ' ἐν νεύρῳ Gal.10.232
Περὶ ἑλκῶν tít. de una obra de Hipócrates, Erot.9.12, Gal.10.274.
2 rasguño, señal en la piel, como la de una herida τὸν παῖδα ... γυμνὸν ἢν κνίσω τοῦτον οὐκ ἕλκος ἔξει; al niño desnudo ¿no le quedaría una señal, si le diera un pellizco? en una pintura, Herod.4.60, hecho con la uña, Phot.s.u. ὄνυχος.
3 usos fig. herida, en el sent. de desgracia, dolor profundo deriv. de un suceso desgraciado αἱματόεν δ' ἕλκος ἀναστένομεν ref. los parios ahogados, Archil.7.8, ζητῶμεν δ' ἕλκει φάρμακα φυομένῳ Thgn.1134, ἐνέπαξαν ἕ. ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ infligieron una herida dolorosa en su propio corazón Pi.P.2.91, cf. A.A.640, τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕ. μεῖζον ἢ φίλος κακός; S.Ant.652, aplicado a la agricultura, Pl.Ax.368c, καὶ γίγνεται ἕ. ἐφ' ἕλκει y sobreviene desgracia trás desgracia Lib.Ep.1063.6
llaga c. gen. adnom. τὸν φθόνον ἕ. εἶναι ἀληθείας Ps.Democr.B 302
colect. plaga τοῦτ' ἤδη πάσῃ πόλει ἔρχεται ἕ. ἄφυκτον Sol.3.17
ref. al amor herida, mal de amor ἔχθιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕ. Theoc.11.15, τὰ πρὸς τὸ ἕ. αὐτοῦ διελέγετο Pall.H.Laus.26.5
en juego de palabras, intercambiando ἕλκος con σύριγξ ‘herida’, ‘fístula’, ‘siringe’ y ‘Siringe (la amada de Pan)’ ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ... ἕ., ἄγαλμα πόθοιο πυρισμαράγου el que a la Musa hizo aguda herida, monumento al deseo crepitante Theoc.Syr.8, cf. Eust.968.51.
• Etimología: De *elkos c. aspiración analóg., cf. lat. ulcus, ai. árśashemorroide’.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 blessure, plaie purulente ; ulcère;
2 incision dans un arbre.
Étymologie: R. Ϝελκ, v. ἕλκω.

German (Pape)

τό, die Wunde; ἕλκος δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται Il. 4.190; ἕλκος ὕδρου, die von der Schlange herrührende Wunde, 2.723; Folgde: ὑποκάρδιον, Wunde im Herzen, Theocr. 11.15. Bei den Ärzten später bes. eiternde Wunde, Geschwür. Auch Einschnitt in einen Baum, Plut. amat. 24.
übertragen, Schaden, Unheil, πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν Aesch. Ag. 626; vgl. Solon eleg. 17 bei Dem. 29.255; τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; Soph. Ant. 648.

Russian (Dvoretsky)

ἕλκος: εος τό
1 рана (ἕλκος κυνόδηκτον Arst.): ἕλκος ὕδρου Hom. укус водяной змеи; ὑποκάρδιον ἕλκος Theocr. сердечная рана;
2 язва, нарыв Thuc., Xen.: ἄλλων ἰατρός, αὐτὸς ἕλκεσι βρύων погов. Plut. других лечит, а сам весь в язвах;
3 перен. удар, бедствие, несчастье (ἕλκος δήμιον Aesch.; πάσῃ πόλει ἕ. Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκος: -εος, τό, (ἴδε ἕλκωὠτειλή, πληγή, τραῦμα, Ἰλ. Δ. 190 κ. ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), Πίνδ. καὶ Ἀττ. 2) τραῦμα μετὰ φλεγμονῆς, ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονους ὕδρου, βασανιζόμενον ἐκ κακοῦ τραύματος ὑπὸ ὀλεθρίου ὄφεως, Ἰλ. Β. 723· ἐπὶ ἑλκῶν προξενουμένων ἐκ λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 5, 1, κτλ. ΙΙ. μεταφ., πληγή, καταστροφή, ταῦτα’ ἤδη πάσῃ πόλει ἔρχεται ἕλκος ἄφυκτον Ἐλεγεῖα Σόλωνος παρὰ Δημ. 422. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 640, Σοφ. Ἀντ. 652, κ. ἀλλ.· ὑποκάρδιον ἕλκ. θεόκρ. 11. 15.

English (Autenrieth)

εος: wound, sore, Il. 19.49; ὕδρου, ‘from the serpent,’ Il. 2.723.

English (Slater)

ἕλκος (ἕλκεος, -ει, -ος; -έων, -εα.) wound, sore ἕλκει τειρόμενον Ποίαντος υἱὸν (P. 1.52) ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες (P. 3.48) τρωμὰν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν (P. 4.271) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (N. 8.29) πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. met. στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ (P. 2.91)

English (Strong)

probably from ἑλκύω; an ulcer (as if drawn together): sore.

English (Thayer)

ἑλκεος (ἕλκους) (cf. Latin ulcus, ulcerare; perhaps akin to ἕλκω (Etym. Magn. 331,3; 641,3), yet cf. Curtius, § 23), τό;
1. a wound, especially a suppurated wound; so in Homer and earlier writings.
2. from (Thucydides), Theophrastus, Polybius on, a sore, an ulcer: שְׁחִין, Job 2:7, etc.)

Greek Monotonic

ἕλκος: -εος, τό (ἕλκω),·
I. 1. πληγή, τραύμα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. πληγή με φλεγμονή, πύον, ἕλκος ὕδρου, φαρμακερή δαγκωματιά από φίδι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για έλκη από λοιμώδεις νόσους, σε Θουκ.
II. μεταφ., πληγή, καταστροφή, σε Αισχύλ., Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: wound, ulcer (Il.).
Compounds: As 1. member in ἑλκο-ποιός making wounds (A.) with ἑλκοποιέω (Aeschin.).
Derivatives: Dimin. ἑλκύδριον (Hp., Ar.; on the suffix Chantr. Form. 72f.); ἑλκώδης ulcerated (Hp., E.), ἑλκήεις id. (Man.); denomin. verbs: ἑλκόομαι, -όω fester, act. wound (Hp., E.; also with prefix: ἀν-, ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-, καθ-, προ-); from it (ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-)ἕλκωσις festering (Hp., Th.) with ἑλκωτικός, ἕλκωμα wound, ulcer (Hp., Thphr.) with ἑλκωματικός; from ἐφελκόομαι also ἐφελκίς scab of a wound (medic.); ἑλκαίνω fester (A. Ch. 843) with postverbal ἕλκανα τραύματα H. (not correct Benveniste Origines 16); also ἑλκανῶσα ἡλκωμένη η ἡλκοποιημένη ὑπὸ πυρός H. (Schwyzer 700).
Origin: IE [Indo-European] [310] *h₁elḱ-os ulcer
Etymology: Old noun, identical with Lat. ulcus (< *elkos) ulcer, Skt. árśas- n. haemorrhoids. The spir. asper from ἕλκω?

Middle Liddell

ἕλκος, εος, ἕλκω
I. a wound, Il., Attic
2. a festering wound, ἕλκος ὕδρου the festering bite of a serpent, Il.: of plague-ulcers, Thuc.
II. metaph. a wound, loss, Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

ἕλκος: {hélkos}
Grammar: n.
Meaning: Wunde, Geschwür (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied in ἑλκοποιός Wunden machend (A.) mit ἑλκοποιέω (Aeschin.).
Derivative: Ableitungen. Deminutivum ἑλκύδριον (Hp., Ar.; zum Suffix Chantraine Formation 72f.); ἑλκώδης voller Geschwur (Hp., E., Arist. usw.), ἑλκήεις ib. (Man.); denominative Verba: 1. ἑλκόομαι, -όω schwären, eitern, Akt. verwunden (Hp., E., Arist. usw.; auch mit Präfix: ἀν-, ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-, καθ-, προ-); davon (ἀφ-, ἐξ-, ἐφ-)ἕλκωσις Eiterung (Hp., Th., Thphr. usw.) mit ἑλκωτικός, ἕλκωμα Wunde, Geschwür, verwundete Stelle (Hp., Thphr.) mit ἑλκωματικός; von ἐφελκόομαι auch ἐφελκίς Wundschorf (Mediz.); 2. ἑλκαίνω schwären, eitern (A. Ch. 843) mit dem postverbalen ἕλκανα· τραύματα H. (anders, nicht richtig, Benveniste Origines 16); auch ἑλκανῶσα· ἡλκωμένη ἢ ἡλκοποιημένη ὑπὸ πυρός H. (Schwyzer 700).
Etymology: Altes Nomen, mit lat. ulcus (aus *elkos) Geschwür, aind. árśas- n. Hämorrhoiden identisch. Der Spir. asper kann aus ἕλκω stammen.
Page 1,496-497

Chinese

原文音譯:›lkoj 赫而可士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:拉(者)
字義溯源:瘡^,膿腫,癤,傷處,潰瘍,傷口;或源自(ἑλκύω)=拖曳*,引出)
出現次數:總共(3);路(1);啓(2)
譯字彙編
1) 瘡(3) 路16:21; 啓16:2; 啓16:11

English (Woodhouse)

sore, wound, eruption of the skin, festering sore

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=πληγή, τραῦμα). Ἀπό τό ἕλκω (=ἑλκύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ' ἄλλους ἀπό ἄλλη ρίζα. Λατιν. ulcus>elcos. Ἡ δασεία κατ' ἀναλογία πρός τό ἕλκω.

Lexicon Thucydideum

ulcus, ulcer, sore, 2.49.5.