ἀναπληρωτέον

Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

one must fill up, supply, Plu.Cim.2, Gp.9.11.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπληρωτέον: ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2.

Spanish (DGE)

hay que llenar τοὺς ... διακένους τόπους Gp.9.11.3
fig. satisfacer τὴν ἀλήθειαν Plu.Cim.2.

Greek Monotonic

ἀναπληρωτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει κάποιος να αναπληρώσει, σε Πλούτ.