παρθέμενος

Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek (Liddell-Scott)

παρθέμενος: ἴδε παρατίθημι.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρθέμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρθέμενος: эп. part. aor. 2 med. к παρατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθέμενος -η -ον poët. ptc. aor. med. van παρατίθημι.