παρθέμενος

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. épq. de παρατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθέμενος -η -ον poët. ptc. aor. med. van παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρθέμενος: эп. part. aor. 2 med. к παρατίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

παρθέμενος: ἴδε παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρθέμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παρατίθημι.