ἐπιβείομεν

From LSJ
Revision as of 20:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβείομεν: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε ἐπιβαίνω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de ἐπιβαίνω.

Greek Monotonic

ἐπιβείομεν: Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι, απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβείομεν: эп. (= ἐπιβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к ἐπιβαίνω.