περίρρανσις

Revision as of 15:00, 2 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

εως, ἡ, lustral besprinkling, Pl.Cra.Cra.405b.

Greek (Liddell-Scott)

περίρρανσις: ἡ, τὸ περιρραίνειν, περιρραντισμός, Πλάτ. Κρατ. 405Β.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, Α περιρραίνω
η πράξη του περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση.

Russian (Dvoretsky)

περίρρανσις: εως ἡ окропление, омовение Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίρρανσις -εως, ἡ [περιρραίνω] besprenkeling.