περιρραίνω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A besprinkle, Thphr. De Lapidibus 13; especially in sacred rites, μιᾶς ἐκ χέρνιβος βωμοὺς π. Ar.Lys.1130:—Med., purify oneself, ὕδατι περίρραν' (i.e. περίρραναι) Men.530.23, cf. Plu.Lyc.2; ἀπὸ συνουσίας περιραναμένους IG12(1).789.15 (Rhodes, ii A. D.), cf. SIG982.8 (Pergam., ii B. C. in form -ρασάμενοι) π. ἀπὸ ἱεροῦ Thphr. Char.16.2; ἐπὶ θαλάττης ib.13; ἀπὸ [κρήνης] Aristobul.6 J.; οὐλοχύταις Nonn. D. 5.7 (Pass.), etc.
II generally, moisten, ὕδασι… ἀρούρας ib. 14.48.
2 pour, οἶνον… Ὑμεναίῳ ib.29.156.
3 metaph., -έρρανται στιγμαῖς Philum. Ven.20.1.
French (Bailly abrégé)
1 humecter tout autour;
2 arroser, asperger tout autour pour purifier;
Moy. περιρραίνομαι se laver.
Étymologie: περί, ῥαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ρραίνω besprenkelen, rondsprenkelen; med. ook zich reinigen.
German (Pape)
(ῥαίνω), ringsumher besprengen, benetzen, βωμούς, Ar. Lys. 1130.
Russian (Dvoretsky)
περιρραίνω: культ. окроплять (βωμούς Arph.): περιρραίνεσθαι Plut. и περιρραίνεσθαι ὕδατι Men. совершать омовения.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΑ
ραίνω, ραντίζω κάτι γύρω γύρω, το περιρραντίζω, το κάνω υγρό σε όλη την επιφάνειά του («βωμοὺς περιρραίνοντες», Αριστοφ.)
αρχ.
1. μέσ. περιρραίνομαι
μτφ. εξαγνίζομαι
2. υγραίνω, νοτίζω κάτι
3. χύνω νερό ή άλλο υγρό γύρω γύρω, παντού
4. παθ. διακοσμώ, στολίζω.
Greek Monotonic
περιρραίνω: ραντίζω παντού τριγύρω, ιδίως σε ιερές τελετές — Μέσ., εξαγνίζω τον εαυτό μου, σε Θεόκρ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιρραίνω: περιρραντίζω, μάλιστα ἐπὶ ἱερῶν τελετῶν, μιᾶς ἐκ χέρνιβος βωμοὺς π. Ἀριστοφ. Λυσ. 1130. ― Μέσ., περιρραντίζω ἐμαυτόν, περικαθαίρομαι, ὕδατι περίρραναι (περίρραν’ Sylburgius) Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 1, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· π. ἀπὸ ἱεροῦ Θεοφρ. Χαρακτ. 17· ἀπὸ κρήνης Ἀθήν. 43D· οὐλοχύταις Νόνν. Δ. 5. 7, κτλ.
Middle Liddell
to besprinkle all round, especially in sacred rites:—Mid. to purify oneself, Theophr., Plut.
Léxico de magia
fumigar con natrón, al recoger una planta πρότερον νίτρῳ περιρ<ρ>άνας primero fumiga alrededor con natrón P IV 2969