δολοφροσύνη

Revision as of 19:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, craft, subtlety, Il.19.97,112.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Morfología: [ép. plu. dat. -ῃς Il.19.97, -ῃσι A.R.4.687, Colluth.369, Opp.H.3.156, AP 2.175 (Christod.)]
engaño, falacia Ἥρη ... δολοφροσύνῃς ἀπάτησεν Il.l.c., Ζεὺς δ' οὔ τι δολοφροσύνην ἐνόησεν Il.19.112, τοὺς δὲ ἅμ' ἕπεσθαι ... δολοφροσύνῃσιν ἄνωγεν (Circe) con engaños les mandaba seguirla A.R.l.c., δολοφροσύνῃ δ' ἐκέκαστο Eudoc.Cypr.93B., cf. Q.S.5.210, Nonn.D.20.290, 48.685, AP l.c., c. gen. subjet. δολοφροσύναι ὀνείρων Colluth.l.c.; σηπίαι ... δολοφροσύνῃσι μέλονται Opp.l.c.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, listiger Anschlag, List; Homer zweimal, Il. 19, 97. 112; – Ap. Rh. 4, 687.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ruse, fourberie.
Étymologie: δολόφρων.

Greek (Liddell-Scott)

δολοφροσύνη: ἡ, διολιότης, πανουργία, Ἰλ. Τ. 97, 112.

English (Autenrieth)

wile, Il. 19.97 (pl.) and 112.

Greek Monolingual

δολοφροσύνη, η (AM)
δολιότητα, πανουργία.

Greek Monotonic

δολοφροσύνη: ἡ, πονηριά, δολιότητα, πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δολοφροσύνη:коварство, лукавство, хитрость Hom.

Middle Liddell

δολοφροσύνη, ἡ, n
craft, subtlety, wiliness, Il. [from δολόφρων