Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Menander, Monostichoi, 322
French (Bailly abrégé)
ao. de προπέμπω.
Greek (Liddell-Scott)
προὔπεμψα: ἀντὶ προέπεμψα, Ὄμηρ.
Greek Monotonic
προὔπεμψα: συνηρ. αντί προ-έπεμψα.
Russian (Dvoretsky)
προὔπεμψα: стяж. aor. к προπέμπω.