σμινύδιον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
German (Pape)
[Seite 911] τό, dim. von σμινύη (?).
Greek (Liddell-Scott)
σμῐνύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372.
Greek Monolingual
τὸ, Α σμινύη
υποκορ. του σμινύη.
Russian (Dvoretsky)
σμῐνύδιον: τό небольшая кирка Arph.