συλλήπτρια
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq., Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.
German (Pape)
[Seite 976] ἡ, = συλλήπτειρα, Xen. Mem. 2, 1, 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. c. συλλήπτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
συλλήπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.
Greek Monotonic
συλλήπτρια: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συλλήπτρια: ἡ помощница (τῶν πόνων Xen.).