συλλήπτρια

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήπτρια Medium diacritics: συλλήπτρια Low diacritics: συλλήπτρια Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΡΙΑ
Transliteration A: syllḗptria Transliteration B: syllēptria Transliteration C: sylliptria Beta Code: sullh/ptria

English (LSJ)

ἡ, fem. of συλλήπτωρ, Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.

German (Pape)

[Seite 976] ἡ, = συλλήπτειρα, Xen. Mem. 2, 1, 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. c. συλλήπτωρ.

Russian (Dvoretsky)

συλλήπτρια:помощница (τῶν πόνων Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.

Greek Monotonic

συλλήπτρια: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ξεν.