τραγηματίζω

Revision as of 10:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

eat τραγήματα, ἐν τοῖς θεάτροις Arist. EN1175b12:—more freq. in Med., Men.518.14, Thphr.Char.11.4, Ath.4.140e, etc.

German (Pape)

[Seite 1132] Arist. eth. 10, 5, u. gew. τραγηματίζομαι, Nachtisch, Naschwerk essen, naschen, Men. bei Ath. IV, 172 b.

French (Bailly abrégé)

manger pour dessert ou comme régal;
Moy. τραγηματίζομαι m. sign.
Étymologie: τράγημα.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγημᾰτίζω: τρώγω τραγήματα· ἐν τοῖς θεάτροις Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 4· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τραγηματίζομαι Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 14, Θεοφρ. Χαρ. 12, Ἀθήν. 140Ε, κλπ.

Greek Monolingual

Α τράγημα, τραγήματος]
τρώω τραγήματα.

Greek Monotonic

τρᾰγημᾰτίζω: τρώω ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, τραγηματίζομαι, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγημᾰτίζω: тж. med. есть лакомства, лакомиться Arst., Men.

Middle Liddell

τρᾰγημᾰτίζω, [from τρᾰ́γημα]
to eat sweetmeats, Arist.: so Mid., τραγηματίζομαι, Theophr.