Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
dor. c. ἀγοράζω.
ἀγοράσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἀγοράζω, Θεόκρ. 15, 16.
ἀγοράσδω: Δωρ. αντί ἀγοράζω.
ἀγοράσδω: дор. Theocr. = ἀγοράζω.