v. ἔπιπλα ad fin.
[Seite 970] τά, Her. 1, 94, ursprüngliche Form für ἔπιπλα, w. m. s.
ων (τά) :c. ἔπιπλα.
ἐπίπλοα: ἴδε ἐν λ. ἔπιπλα ἐν τέλ.
ἐπίπλοα: τά, εκτεταμ. τύπος του ἔπιπλα, σε Ηρόδ.
ἐπίπλοα: ион. Her. = ἔπιπλα.
ἐπίπλοα, τά, longer form of ἔπιπλα, Hdt.]