ὑδαρώδης

Revision as of 12:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

German (Pape)

[Seite 1172] ες, von wässeriger Art, von wässerigem Ansehen, τόποι Arist. plant. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑδατώδης τὴν φύσιν, τόποι Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· ὁ τύπος ὑδαροειδὴς εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ὑδερ- παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 643.

Greek Monolingual

-ῶδες, Μ ὑδαρής
υδατώδης.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰρώδης: покрытый водой, влажный (τόποι Arst.).