βαρβαρία

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρία: ἡ, χώρα τῶν βαρβάρων, Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

βαρβαρία, η (AM) βάρβαρος
μσν.
απαιδευσία
αρχ.
βάρβαρη χώρα.