βαρβαρία
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρία: ἡ, χώρα τῶν βαρβάρων, Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
βαρβαρία, η (AM) βάρβαρος
μσν.
απαιδευσία
αρχ.
βάρβαρη χώρα.
βαρβαρία: ἡ, χώρα τῶν βαρβάρων, Στέφ. Βυζ.
βαρβαρία, η (AM) βάρβαρος
μσν.
απαιδευσία
αρχ.
βάρβαρη χώρα.