díctamo
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Spanish > Greek
ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον , ἀγριοφλισκούνι, ἀρτεμιδήιον, ἀρτεμίδιον, βελουλκός, βλήχων, δικταμνοειδής, δίκταμνον, δίκταμον, δίψακος, δορκάδιον, ἐλαιοτόκος