Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
λοίσθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.
λοίσθων, -ωνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λοίσθωνας
τοὺς ἀκρατεῑς περὶ τὰ ἀφροδίσια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῑσθος (I)].