κέρσαι

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek (Liddell-Scott)

κέρσαι: Αἰολ. ἀντὶ κεῖραι.

Greek Monolingual

κέρσαι (Α)
αιολ. τ. του απρμφ. αορ. του κείρω, αντί κεῑραι.