ἀναπτικός
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ.
Spanish (DGE)
-όν combustible, ἔλαιον PMag.4.3251.