φθινοπωριάτικος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
φθινοπωρινός.
επίρρ...
φθινοπωριάτικα Ν
κατά το φθινόπωρο, με το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρο + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. ανοιξ-ιάτικος)].