ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-η, -ο, Νφθινοπωρινός. επίρρ...φθινοπωριάτικα Νκατά το φθινόπωρο, με το φθινόπωρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρο + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. ανοιξ-ιάτικος)].