νεκροδοχεῖον

Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.

German (Pape)

[Seite 237] τό, Todtenbehältniß, Luc. Cont. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l'on dépose les morts.
Étymologie: νεκρός, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεκροδοχεῖον: τό гробница Luc.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριον, τάφος, μαυσώλειον, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22.

Greek Monolingual

νεκροδοχεῖον, τὸ (Α)
τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + δοχεῖον (πρβλ. μελανο-δοχείον)].

Greek Monotonic

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριο, μαυσωλείο, τάφος, σε Λουκ.

Middle Liddell

νεκροδοχεῖον, ου, τό, [from νεκροδόκος
a cemetery, mausoleum, Luc.