μαυσωλείο

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῖον)
1. μεγαλοπρεπής τάφος του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό
2. κάθε μεγαλοπρεπής τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαύσωλος.