ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
adv. épq.par contr. αἰκῶς;c. ἀεικῶς.
ἀϊκῶς: αἰκῶς, επίρρ. αντί ἀϊκής.
ἀϊκῶς: стяж. αἰκῶς позорно, с бесчестием Hom., Soph.
inconvenientemente, terriblemente