23ᵉ sg. ao. Moy. de ἕννυμι.
see ἕννῦμι.
ἑέσσατο: γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. αʹ του ἵζω.• ἑέσσατο: γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. του ἕννυμι.