Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
ἐπλάγχθην: Παθ. αόρ. αʹ του πλάζομαι.
ἐπλάγχθην: aor. pass. к πλάζω.