διάστατος

From LSJ
Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
distendu ; étendu dans l'espace.
Étymologie: διΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

διάστᾰτος:
1) протяженный: τριχῆ δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;
2) охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).

Greek (Liddell-Scott)

διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.

Greek Monolingual

διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.