ὠκύποινος

Revision as of 22:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].

Greek Monotonic

ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠκύ-ποινος, ον, ποινή
quickly-avenged, Aesch.