διαρρῑνέω: ῥινίζω τι ἐντελῶς, διχοτομῶ διὰ τῆς ῥίνης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 426.
resoplar τοῖς μυξωτῆρσιν ἐν ἀλλήλοις διαρρινοῦντες Iust.Phil.Dial.101.3.
διαρρῑνέω: просверливать (ἔχει ὁ χαλκοῦς ἀμφορεὺς διερρινημένον ἐπίθημα Arst.).