λωβήτειρα

Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

fem. of sq., AP9.251 (Even.).

Russian (Dvoretsky)

λωβήτειρα: Anth. f к λωβητήρ.
Anth. f к λωβητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήτειρα: θηλ. τοῦ λωβητήρ, Ἀνθ. Π. 9. 251.

Greek Monolingual

λωβήτειρα, ἡ (Α)
βλ. λωβητήρ.

Greek Monotonic

λωβήτειρα: θηλ. του λωβητήρ, σε Ανθ.

Middle Liddell

[fem. of λωβητήρ, Anth.]