τό, Dim. of τριχίς, Alex.155.3.
τρῐχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τριχίς, τριχίδια καὶ σηπίδια Ἄλεξις ἐν «Ὀδυσσεῖ ὑφαίνοντι» 2. 3.