τριχίς

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχίς Medium diacritics: τριχίς Low diacritics: τριχίς Capitals: ΤΡΙΧΙΣ
Transliteration A: trichís Transliteration B: trichis Transliteration C: trichis Beta Code: trixi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (θρίξ) a kind of anchovy full of small hair-like bones, Ar.Ach.551, Eq.662; τριχίδας ὠψώνησ' ἅπαξ, as a mark of a most thrifty person, Eup.154; cf. Arist.HA 569b25, and v. τριχίας ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
poisson (sardine ou anchois) dont les arêtes sont fines comme des cheveux.
Étymologie: θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχίς -ίδος, ἡ [θρίξ] ansjovis.

German (Pape)

ίδος, ἡ, eine Sardellenart, mit vielen kleinen, haarfeinen Gräten; Ar. Ach. 525, Eccl. 56; Eupol. bei Ath. VII.328d; s. Arist. H.A. 6.15 und τριχίας.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχίς: ίδος ἡ зоол. трихида (разновидность анчоуса) Arph., Arst.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. είδος σαρδέλας με μικρά και λεπτά αγκάθια όμοια με τρίχες, κν. γνωστό σήμερα ως τριχιός ή φρίσσα
2. παροιμ. φρ. (στον Αριστοφ.) «τριχίδας ὠψώνησ' ἅπαξ» — δηλώνει τον υπερβολικά φειδωλό, τον σπαγκοραμμένο, τον τσιγκούναρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ἐλαφίς)].

Greek Monotonic

τρῐχίς: -ίδος, ἡ (θρίξ), ψάρι γεμάτο μικρά αγκάθια όμοια με τρίχες, η φρίσσα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχίς: -ίδος, ἡ, (θρὶξ) ἰχθύς τις πλήρης μικρῶν ἀκανθῶν ὁμοίων πρὸς τρίχας, θρίσσα («φρίσσα»), «τριχιός», Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ἱππ. 662· τριχίδας ὠψώνησ’ ἅπαξ, ὡς σημεῖον ἀνδρὸς εἰς ἄκρον φειδωλοῦ, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 16· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 9, καὶ ἴδε τριχίας ΙΙ. - Ἴδε Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 55 καὶ 56.

Middle Liddell

τρῐχίς, ίδος, ἡ, θρίξ
a kind of anchovy full of small hair-like bones, Ar.