σπάταγγος

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

και σπάταγος, ο, Ν
ζωολ. γένος ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπατάγγης, κατά τα δευτερόκλιτα ουσ. σε -ος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. spatangus].