πανδαίσιον

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek (Liddell-Scott)

πανδαίσιον: τό, ἴδε πανδαισία.

Greek Monolingual

το, Α
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «πανδαισία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πανδαισία, με αλλαγή γένους].