αλλαγή

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλλαγή)
1. μεταβολή, μετατροπή, διαφοροποίηση, αλλοίωση, μεταμόρφωση (ενός πράγματος, μιας καταστάσεως ή μιας ενέργειας)
2. ανταλλαγή, δοσοληψία, συναλλαγή
νεοελλ.
1. αντικατάσταση ενός πράγματος με άλλο, μεταλλαγή
2. άλλαγμα, ο καθαρισμός και η εκ νέου επίδεση μιας πληγής
3. ενδυμασία, φορεσιά, αλλαξιά
4. η ιερατική ενδυμασία και ειδικά το φαιλόνιο του ιερέα
5. (ως επιφών.) αλλαγή! πρόσταγμα για τη μεταβολή του βηματισμού, σε στρατιωτικό κυρίως τμήμα
μσν.
αντικατάσταση τών αλόγων του δημόσιου ταχυδρομείου και ο τόπος της αλλαγής, ο σταθμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἀλλαγ- παθ. αορ. β' (ἠλλάγην) του ρήματος ἀλλάσσω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλλάγιον.