τριακαίδεκα
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακαίδεκα dertien.
Russian (Dvoretsky)
τριακαίδεκα: τά = τρεισκαίδεκα.