γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
μυακάνθινος: -η, -ον, ὁ τοῦ μυακάνθου, Ὀρειβάσ. Ι. 202. 2.
μυακάνθινος, -ίνη, -ον (Α) μυάκανθοςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.